χωρονομικός

χωρονομικός
η , ό[ν] относящийся к раздаче земли

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χωρονομικός" в других словарях:

  • χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • χωρονομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρονομικόν — χωρονομικός of masc acc sg χωρονομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»